- νευροψυχικός
- -ή, -ό1. ο σχετικός με τα νεύρα και την ψυχή τού ανθρώπου2. ο σχετικός με το νευρικό σύστημα και τον ψυχισμό («νευροψυχικές διαταραχές»)3. φρ. «νευροψυχικός τόνος» — ο τρόπος συναισθηματικής αντίδρασης στις εντυπώσεις τού εξωτερικού κόσμου ο οποίος προσιδιάζει σε κάθε άτομο.[ΕΤΥΜΟΛ. < νευρ(ο)-* + ψυχικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.